ἐκβατηρία

ἐκβατηρία
ἐκβατηρίᾱ , ἐκβατήριος
of
fem nom/voc/acc dual
ἐκβατηρίᾱ , ἐκβατήριος
of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκβατήρια — ἐκβατήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβατηρίαν — ἐκβατηρίᾱν , ἐκβατήριος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβατήριος — ἐκβατήριος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκβαση, στην απόβαση 2. το αρσ. ως ουσ. Ἐκβατήριος προσωνυμία τού Απόλλωνος που έφερνε αίσια έκβαση, απαλλαγή από θεομηνίες κ.λπ. 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐκβατηρία η αποβάθρα 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”